Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τονωτέον
τονωτικός
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξαλκής
τοξαρχέω
τόξαρχος
τοξεία
τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
τοξοβόλος
View word page
τοξεύς
bowman:

ShortDef

bowman:

Debugging

Headword:
τοξεύς
Headword (normalized):
τοξεύς
Headword (normalized/stripped):
τοξευς
IDX:
88313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88314
Key:

Data

{'content': 'bowman:'}