Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόνωσις
τονωτέον
τονωτικός
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξαλκής
τοξαρχέω
τόξαρχος
τοξεία
τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
τοξῖτις
View word page
τόξευμα
that which is shot, an arrow

ShortDef

that which is shot, an arrow

Debugging

Headword:
τόξευμα
Headword (normalized):
τόξευμα
Headword (normalized/stripped):
τοξευμα
IDX:
88312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88313
Key:

Data

{'content': 'that which is shot, an arrow'}