Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τονῦν
τόνωσις
τονωτέον
τονωτικός
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξαλκής
τοξαρχέω
τόξαρχος
τοξεία
τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξιανοί
τοξικός
View word page
τοξελκής
drawing the bow
ShortDef
drawing the bow
Debugging
Headword:
τοξελκής
Headword (normalized):
τοξελκής
Headword (normalized/stripped):
τοξελκης
IDX:
88311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88312
Key:
Data
{'content': 'drawing the bow'}