Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιληπτέος
ἀντιληπτικός
ἀντιληπτός
ἀντιλήπτωρ
ἀντίληψις
ἀντιλιτανεύω
ἀντιλόβιον
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντιλογλσμός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντίλοξος
ἀντιλοχέω
Ἀντίλοχος
ἀντιλυπέω
ἀντιλύπησις
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
View word page
ἀντιλογικός
given to contradiction, contradictory, disputatious

ShortDef

given to contradiction, contradictory, disputatious

Debugging

Headword:
ἀντιλογικός
Headword (normalized):
ἀντιλογικός
Headword (normalized/stripped):
αντιλογικος
IDX:
8830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8831
Key:

Data

{'content': 'given to contradiction, contradictory, disputatious'}