Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιληπτέον
ἀντιληπτέος
ἀντιληπτικός
ἀντιληπτός
ἀντιλήπτωρ
ἀντίληψις
ἀντιλιτανεύω
ἀντιλόβιον
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντιλογλσμός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντίλοξος
ἀντιλοχέω
Ἀντίλοχος
ἀντιλυπέω
ἀντιλύπησις
ἀντίλυρος
View word page
ἀντιλογίζομαι
to count up
ShortDef
to count up
Debugging
Headword:
ἀντιλογίζομαι
Headword (normalized):
ἀντιλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιλογιζομαι
IDX:
8829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8830
Key:
Data
{'content': 'to count up'}