Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τόμυρις
τοναῖος
τονάριον
τονή
τονθορύζω
τονιαῖος
τονίζω
τονικός
τόνιος
τονιστέον
τονοειδής
τόνος
τονόω
τονῦν
τόνωσις
τονωτέον
τονωτικός
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξαλκής
τοξαρχέω
View word page
τονοειδής
drawn with difficulty

ShortDef

drawn with difficulty

Debugging

Headword:
τονοειδής
Headword (normalized):
τονοειδής
Headword (normalized/stripped):
τονοειδης
IDX:
88298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88299
Key:

Data

{'content': 'drawn with difficulty'}