Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόμιον
τομίς
τομοειδής
τόμος
τομός
Τομοῦροι
Τόμυρις
τοναῖος
τονάριον
τονή
τονθορύζω
τονιαῖος
τονίζω
τονικός
τόνιος
τονιστέον
τονοειδής
τόνος
τονόω
τονῦν
τόνωσις
View word page
τονθορύζω
to speak inarticulately, mutter, babble

ShortDef

to speak inarticulately, mutter, babble

Debugging

Headword:
τονθορύζω
Headword (normalized):
τονθορύζω
Headword (normalized/stripped):
τονθορυζω
IDX:
88292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88293
Key:

Data

{'content': 'to speak inarticulately, mutter, babble'}