Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
τομίας
τόμιον
τομίς
τομοειδής
τόμος
τομός
Τομοῦροι
Τόμυρις
τοναῖος
τονάριον
τονή
τονθορύζω
τονιαῖος
τονίζω
τονικός
View word page
τόμος
a cut, slice
ShortDef
a cut, slice
Debugging
Headword:
τόμος
Headword (normalized):
τόμος
Headword (normalized/stripped):
τομος
IDX:
88285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88286
Key:
Data
{'content': 'a cut, slice'}