Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
τομίας
τόμιον
τομίς
τομοειδής
τόμος
τομός
Τομοῦροι
Τόμυρις
τοναῖος
τονάριον
τονή
τονθορύζω
τονιαῖος
View word page
τομίς
knife
ShortDef
knife
Debugging
Headword:
τομίς
Headword (normalized):
τομίς
Headword (normalized/stripped):
τομις
IDX:
88283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88284
Key:
Data
{'content': 'knife'}