Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
τομίας
τόμιον
τομίς
τομοειδής
τόμος
τομός
Τομοῦροι
Τόμυρις
τοναῖος
τονάριον
τονή
τονθορύζω
View word page
τόμιον
a victim cut up
ShortDef
a victim cut up
Debugging
Headword:
τόμιον
Headword (normalized):
τόμιον
Headword (normalized/stripped):
τομιον
IDX:
88282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88283
Key:
Data
{'content': 'a victim cut up'}