Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
τομίας
τόμιον
τομίς
τομοειδής
τόμος
τομός
Τομοῦροι
Τόμυρις
τοναῖος
τονάριον
τονή
View word page
τομίας
one who has been castrated

ShortDef

one who has been castrated

Debugging

Headword:
τομίας
Headword (normalized):
τομίας
Headword (normalized/stripped):
τομιας
IDX:
88281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88282
Key:

Data

{'content': 'one who has been castrated'}