Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
τομίας
τόμιον
τομίς
τομοειδής
τόμος
τομός
Τομοῦροι
Τόμυρις
τοναῖος
View word page
τομεύω
cut

ShortDef

cut

Debugging

Headword:
τομεύω
Headword (normalized):
τομεύω
Headword (normalized/stripped):
τομευω
IDX:
88279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88280
Key:

Data

{'content': 'cut'}