Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιλημματίζω
ἀντίληξις
ἀντιληπτέον
ἀντιληπτέος
ἀντιληπτικός
ἀντιληπτός
ἀντιλήπτωρ
ἀντίληψις
ἀντιλιτανεύω
ἀντιλόβιον
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντιλογλσμός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντίλοξος
ἀντιλοχέω
Ἀντίλοχος
ἀντιλυπέω
View word page
ἀντιλογέω
to deny
ShortDef
to deny
Debugging
Headword:
ἀντιλογέω
Headword (normalized):
ἀντιλογέω
Headword (normalized/stripped):
αντιλογεω
IDX:
8827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8828
Key:
Data
{'content': 'to deny'}