Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
τομίας
τόμιον
τομίς
τομοειδής
τόμος
τομός
Τομοῦροι
View word page
τομάω
to need cutting
ShortDef
to need cutting
Debugging
Headword:
τομάω
Headword (normalized):
τομάω
Headword (normalized/stripped):
τομαω
IDX:
88277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88278
Key:
Data
{'content': 'to need cutting'}