Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
τομίας
τόμιον
τομίς
τομοειδής
View word page
τομάριον
small volume, tract

ShortDef

small volume, tract

Debugging

Headword:
τομάριον
Headword (normalized):
τομάριον
Headword (normalized/stripped):
τομαριον
IDX:
88274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88275
Key:

Data

{'content': 'small volume, tract'}