Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
τομίας
τόμιον
τομίς
View word page
τομαῖος
cut, cut off
ShortDef
cut, cut off
Debugging
Headword:
τομαῖος
Headword (normalized):
τομαῖος
Headword (normalized/stripped):
τομαιος
IDX:
88273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88274
Key:
Data
{'content': 'cut, cut off'}