Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
τομίας
τόμιον
View word page
τομά
surgery

ShortDef

surgery

Debugging

Headword:
τομά
Headword (normalized):
τομά
Headword (normalized/stripped):
τομα
IDX:
88272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88273
Key:

Data

{'content': 'surgery'}