Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
τομή
View word page
τολυπεύω
to wind off
ShortDef
to wind off
Debugging
Headword:
τολυπεύω
Headword (normalized):
τολυπεύω
Headword (normalized/stripped):
τολυπευω
IDX:
88270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88271
Key:
Data
{'content': 'to wind off'}