Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεύς
τομεύω
View word page
τολυπευτικός
of or for accomplishing

ShortDef

of or for accomplishing

Debugging

Headword:
τολυπευτικός
Headword (normalized):
τολυπευτικός
Headword (normalized/stripped):
τολυπευτικος
IDX:
88269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88270
Key:

Data

{'content': 'of or for accomplishing'}