Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
τομαροφύλακες
τομάς
View word page
τολμητός
to be ventured
ShortDef
to be ventured
Debugging
Headword:
τολμητός
Headword (normalized):
τολμητός
Headword (normalized/stripped):
τολμητος
IDX:
88266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88267
Key:
Data
{'content': 'to be ventured'}