Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
τομάριον
View word page
τολμητέος
one must venture

ShortDef

one must venture

Debugging

Headword:
τολμητέος
Headword (normalized):
τολμητέος
Headword (normalized/stripped):
τολμητεος
IDX:
88264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88265
Key:

Data

{'content': 'one must venture'}