Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
τομαῖος
View word page
τολμητέον
one must venture

ShortDef

one must venture

Debugging

Headword:
τολμητέον
Headword (normalized):
τολμητέον
Headword (normalized/stripped):
τολμητεον
IDX:
88263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88264
Key:

Data

{'content': 'one must venture'}