Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομά
View word page
τόλμησις
a reckless act

ShortDef

a reckless act

Debugging

Headword:
τόλμησις
Headword (normalized):
τόλμησις
Headword (normalized/stripped):
τολμησις
IDX:
88262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88263
Key:

Data

{'content': 'a reckless act'}