Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
View word page
τολμηρός
daring (adj)

ShortDef

daring (adj)

Debugging

Headword:
τολμηρός
Headword (normalized):
τολμηρός
Headword (normalized/stripped):
τολμηρος
IDX:
88261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88262
Key:

Data

{'content': 'daring (adj)'}