Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
τολυπεύω
View word page
τόλμημα
an adventure, enterprise, deed of daring
ShortDef
an adventure, enterprise, deed of daring
Debugging
Headword:
τόλμημα
Headword (normalized):
τόλμημα
Headword (normalized/stripped):
τολμημα
IDX:
88260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88261
Key:
Data
{'content': 'an adventure, enterprise, deed of daring'}