Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
τολυπευτικός
View word page
τολμήεις
enduring, steadfast

ShortDef

enduring, steadfast

Debugging

Headword:
τολμήεις
Headword (normalized):
τολμήεις
Headword (normalized/stripped):
τολμηεις
IDX:
88259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88260
Key:

Data

{'content': 'enduring, steadfast'}