Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τόλμιλλος
τολοιπόν
View word page
τολμάω
to undertake, take heart

ShortDef

to undertake, take heart

Debugging

Headword:
τολμάω
Headword (normalized):
τολμάω
Headword (normalized/stripped):
τολμαω
IDX:
88258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88259
Key:

Data

{'content': 'to undertake, take heart'}