Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
View word page
τόλμα
courage, to undertake

ShortDef

courage, to undertake

Debugging

Headword:
τόλμα
Headword (normalized):
τόλμα
Headword (normalized/stripped):
τολμα
IDX:
88256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88257
Key:

Data

{'content': 'courage, to undertake'}