Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
τολμητής
View word page
τοκοφορέω
to bring in interest

ShortDef

to bring in interest

Debugging

Headword:
τοκοφορέω
Headword (normalized):
τοκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
τοκοφορεω
IDX:
88255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88256
Key:

Data

{'content': 'to bring in interest'}