Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητέος
View word page
τόκος
a bringing forth, childbirth, parturition

ShortDef

a bringing forth, childbirth, parturition

Debugging

Headword:
τόκος
Headword (normalized):
τόκος
Headword (normalized/stripped):
τοκος
IDX:
88254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88255
Key:

Data

{'content': 'a bringing forth, childbirth, parturition'}