Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
View word page
τοκογλύφος
one who carves out interest, a sordid usurer

ShortDef

one who carves out interest, a sordid usurer

Debugging

Headword:
τοκογλύφος
Headword (normalized):
τοκογλύφος
Headword (normalized/stripped):
τοκογλυφος
IDX:
88252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88253
Key:

Data

{'content': 'one who carves out interest, a sordid usurer'}