Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
View word page
τοκιστής
an usurer

ShortDef

an usurer

Debugging

Headword:
τοκιστής
Headword (normalized):
τοκιστής
Headword (normalized/stripped):
τοκιστης
IDX:
88250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88251
Key:

Data

{'content': 'an usurer'}