Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
τολμάω
View word page
τόκιον
interest
ShortDef
interest
Debugging
Headword:
τόκιον
Headword (normalized):
τόκιον
Headword (normalized/stripped):
τοκιον
IDX:
88248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88249
Key:
Data
{'content': 'interest'}