Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοιχωτός
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάεις
View word page
τοκίζω
to lend on interest

ShortDef

to lend on interest

Debugging

Headword:
τοκίζω
Headword (normalized):
τοκίζω
Headword (normalized/stripped):
τοκιζω
IDX:
88247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88248
Key:

Data

{'content': 'to lend on interest'}