Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοιχωρύχος
τοιχωτός
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
View word page
τοκήεσσα
having had children

ShortDef

having had children

Debugging

Headword:
τοκήεσσα
Headword (normalized):
τοκήεσσα
Headword (normalized/stripped):
τοκηεσσα
IDX:
88246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88247
Key:

Data

{'content': 'having had children'}