Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοιχωρυχική
τοιχωρύχος
τοιχωτός
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
τοκοφορέω
View word page
τοκεών
parent
ShortDef
parent
Debugging
Headword:
τοκεών
Headword (normalized):
τοκεών
Headword (normalized/stripped):
τοκεων
IDX:
88245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88246
Key:
Data
{'content': 'parent'}