Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχωρύχος
τοιχωτός
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τοκοπράκτωρ
τόκος
View word page
τοκεύς
one who begets, a father

ShortDef

one who begets, a father

Debugging

Headword:
τοκεύς
Headword (normalized):
τοκεύς
Headword (normalized/stripped):
τοκευς
IDX:
88244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88245
Key:

Data

{'content': 'one who begets, a father'}