Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχωρύχος
τοιχωτός
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
View word page
τόκειος
for breeding

ShortDef

for breeding

Debugging

Headword:
τόκειος
Headword (normalized):
τόκειος
Headword (normalized/stripped):
τοκειος
IDX:
88242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88243
Key:

Data

{'content': 'for breeding'}