Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοῖχος
τοιχοφορέω
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχωρύχος
τοιχωτός
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
τοκιστής
View word page
τοκάς
of or for breeding, prolific, having just given birth
ShortDef
of or for breeding, prolific, having just given birth
Debugging
Headword:
τοκάς
Headword (normalized):
τοκάς
Headword (normalized/stripped):
τοκας
IDX:
88240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88241
Key:
Data
{'content': 'of or for breeding, prolific, having just given birth'}