Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοιχοπυργίσκος
τοῖχος
τοιχοφορέω
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχωρύχος
τοιχωτός
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
τοκισμός
View word page
τοκαρίδιον
usurula
ShortDef
usurula
Debugging
Headword:
τοκαρίδιον
Headword (normalized):
τοκαρίδιον
Headword (normalized/stripped):
τοκαριδιον
IDX:
88239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88240
Key:
Data
{'content': 'usurula'}