Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντίλεκτος
ἀντίλεξις
ἀντιλεσχαίνω
ἀντιλέων
ἀντιλημματίζω
ἀντίληξις
ἀντιληπτέον
ἀντιληπτέος
ἀντιληπτικός
ἀντιληπτός
ἀντιλήπτωρ
ἀντίληψις
ἀντιλιτανεύω
ἀντιλόβιον
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντιλογλσμός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
View word page
ἀντιλήπτωρ
helper, protector

ShortDef

helper, protector

Debugging

Headword:
ἀντιλήπτωρ
Headword (normalized):
ἀντιλήπτωρ
Headword (normalized/stripped):
αντιληπτωρ
IDX:
8823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8824
Key:

Data

{'content': 'helper, protector'}