Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τοιχόομαι
τοιχοπυργίσκος
τοῖχος
τοιχοφορέω
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχωρύχος
τοιχωτός
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
View word page
τοκαδεία
poultry-farming
ShortDef
poultry-farming
Debugging
Headword:
τοκαδεία
Headword (normalized):
τοκαδεία
Headword (normalized/stripped):
τοκαδεια
IDX:
88238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88239
Key:
Data
{'content': 'poultry-farming'}