Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοιχοβάτης
τοιχογραφία
τοιχοδιφήτωρ
τοιχοδομέω
τοιχόκρανον
τοιχόομαι
τοιχοπυργίσκος
τοῖχος
τοιχοφορέω
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχωρύχος
τοιχωτός
τοκαδεία
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
View word page
τοιχωρύχημα
hole dug in the wall

ShortDef

hole dug in the wall

Debugging

Headword:
τοιχωρύχημα
Headword (normalized):
τοιχωρύχημα
Headword (normalized/stripped):
τοιχωρυχημα
IDX:
88233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88234
Key:

Data

{'content': 'hole dug in the wall'}