Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντίλεξις
ἀντιλεσχαίνω
ἀντιλέων
ἀντιλημματίζω
ἀντίληξις
ἀντιληπτέον
ἀντιληπτέος
ἀντιληπτικός
ἀντιληπτός
ἀντιλήπτωρ
ἀντίληψις
ἀντιλιτανεύω
ἀντιλόβιον
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντιλογλσμός
ἀντίλογος
View word page
ἀντιληπτός
which can be apprehended

ShortDef

which can be apprehended

Debugging

Headword:
ἀντιληπτός
Headword (normalized):
ἀντιληπτός
Headword (normalized/stripped):
αντιληπτος
IDX:
8822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8823
Key:

Data

{'content': 'which can be apprehended'}