Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοιουτότροπος
τοιουτόχροος
τοιουτώδης
τοίχαρχος
τοιχίζω
τοίχιος
τοιχοβάτης
τοιχογραφία
τοιχοδιφήτωρ
τοιχοδομέω
τοιχόκρανον
τοιχόομαι
τοιχοπυργίσκος
τοῖχος
τοιχοφορέω
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχωρύχος
τοιχωτός
View word page
τοιχόκρανον
top of a wall, coping

ShortDef

top of a wall, coping

Debugging

Headword:
τοιχόκρανον
Headword (normalized):
τοιχόκρανον
Headword (normalized/stripped):
τοιχοκρανον
IDX:
88227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88228
Key:

Data

{'content': 'top of a wall, coping'}