Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τοιουτόσχημος
τοιουτότης
τοιουτότροπος
τοιουτόχροος
τοιουτώδης
τοίχαρχος
τοιχίζω
τοίχιος
τοιχοβάτης
τοιχογραφία
τοιχοδιφήτωρ
τοιχοδομέω
τοιχόκρανον
τοιχόομαι
τοιχοπυργίσκος
τοῖχος
τοιχοφορέω
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
View word page
τοιχοδιφήτωρ
one who creeps through a hole in the wall

ShortDef

one who creeps through a hole in the wall

Debugging

Headword:
τοιχοδιφήτωρ
Headword (normalized):
τοιχοδιφήτωρ
Headword (normalized/stripped):
τοιχοδιφητωρ
IDX:
88225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88226
Key:

Data

{'content': 'one who creeps through a hole in the wall'}