Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιλεκτέον
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντίλεξις
ἀντιλεσχαίνω
ἀντιλέων
ἀντιλημματίζω
ἀντίληξις
ἀντιληπτέον
ἀντιληπτέος
ἀντιληπτικός
ἀντιληπτός
ἀντιλήπτωρ
ἀντίληψις
ἀντιλιτανεύω
ἀντιλόβιον
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντιλογλσμός
View word page
ἀντιληπτικός
able to apprehend

ShortDef

able to apprehend

Debugging

Headword:
ἀντιληπτικός
Headword (normalized):
ἀντιληπτικός
Headword (normalized/stripped):
αντιληπτικος
IDX:
8821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8822
Key:

Data

{'content': 'able to apprehend'}