Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιλειτουργέω
ἀντιλεκτέον
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
ἀντίλεξις
ἀντιλεσχαίνω
ἀντιλέων
ἀντιλημματίζω
ἀντίληξις
ἀντιληπτέον
ἀντιληπτέος
ἀντιληπτικός
ἀντιληπτός
ἀντιλήπτωρ
ἀντίληψις
ἀντιλιτανεύω
ἀντιλόβιον
ἀντιλογέω
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
View word page
ἀντιληπτέος
one must take part in

ShortDef

one must take part in

Debugging

Headword:
ἀντιληπτέος
Headword (normalized):
ἀντιληπτέος
Headword (normalized/stripped):
αντιληπτεος
IDX:
8820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8821
Key:

Data

{'content': 'one must take part in'}