Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμημάτιον
τμηματώδης
τμῆσις
τμητέον
τμητέος
τμητήρ
τμητής
τμητικός
τμητός
τμητοσίδηρος
Τμῶλος
τόθεν
τόθι
τοι
τοίγαρ
τοιγάρ
τοιγαροῦν
τοιθορύσσω
View word page
τμητικός
able to cut, cutting

ShortDef

able to cut, cutting

Debugging

Headword:
τμητικός
Headword (normalized):
τμητικός
Headword (normalized/stripped):
τμητικος
IDX:
88199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88200
Key:

Data

{'content': 'able to cut, cutting'}