Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τμήγας
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμημάτιον
τμηματώδης
τμῆσις
τμητέον
τμητέος
τμητήρ
τμητής
τμητικός
τμητός
τμητοσίδηρος
Τμῶλος
τόθεν
τόθι
τοι
τοίγαρ
τοιγάρ
τοιγαροῦν
View word page
τμητής
one who cuts

ShortDef

one who cuts

Debugging

Headword:
τμητής
Headword (normalized):
τμητής
Headword (normalized/stripped):
τμητης
IDX:
88198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88199
Key:

Data

{'content': 'one who cuts'}